- τέμπο
- (ιταλ. tempo). Μουσικός όρος αντίστοιχος με την αγωγή των αρχαίων Ελλήνων. Σημαίνει τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται ακριβώς η διάρκεια των φθογγόσημων. Επειδή όμως οι με ονόματα υποδείξεις δεν ήταν δυνατόν να καθορίσουν την ακριβή διάρκεια των φθόγγων, επινοήθηκε ειδικό όργανο που καθορίζει ακριβώς το τ., ο μετρονόμος.
* * *το, Ν1. μουσ. ρυθμική αγωγή2. (γενικά) ο ρυθμός3. φρ. «με το τέμπο του»μτφ. με το πάσο του, χωρίς να βιάζεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tempo < λατ. tempus, -oris «χρόνος»].
Dictionary of Greek. 2013.